Ο Νίκος Μακρόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη.Παιδί λαϊκής καταγωγής, έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Κάτω Τούμπα Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στην γειτονιά του Αγίου Φανουρίου.Ο ίδιος θυμάται με νοσταλγία και συγκίνηση τον εαυτό του παιδί, να παίζει με τους φίλους του ξέγνοιαστος και ευτυχισμένος.

Τα πρώτα του μουσικά ερεθίσματα του τα έδωσαν οι γονείς του , οι οποίοι αγαπούσαν την λαϊκή μουσική και στο σπίτι συνήθιζαν να ακούνε τραγούδια του Καζαντζίδη, του Παπαϊωάννου και του Τσαουσάκη. Έτσι, από μικρή ηλικία αγάπησε την λαϊκή μουσική και του άρεσε πάντα να τραγουδάει για τους φίλους και την οικογένειά του. Το όνειρο να γίνει ένας μεγάλος τραγουδιστής δεν υπήρχε καν στο μυαλό του και δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο. Οι δικοί του άνθρωποι, όμως, πάντα τον ενθάρρυναν να τραγουδάει. Σε ηλικία 12 ετών ξεκίνησε να μαθαίνει κιθάρα ενώ μπροστά σε πολύ κόσμο τραγούδησε για πρώτη φορά σε μία γιορτή που διοργανώθηκε στο σχολείο του για την γιορτή του Πολυτεχνείου. Του είχαν αναθέσει να πει ένα δημοτικό τραγούδι και όλοι τον θαύμασαν για το ταλέντο του.

Μεγάλη αγάπη στα νεανικά χρόνια του καλλιτέχνη υπήρξε ο αθλητισμός. Οι γονείς του πάντα στέκονταν στο πλευρό του και τον στήριζαν σε κάθε απόφαση που έπαιρνε για τη ζωή του. Έτσι, τελειώνοντας το σχολείο στα 18 του χρόνια κατέβηκε μόνος του στην Αθήνα για σπουδάσει στη Γυμναστική Ακαδημία (ΤΕΦΑΑ). Στα φοιτητικά του χρόνια ήταν που ο Νίκος αποφάσισε για πρώτη φορά να τραγουδήσει επαγγελματικά στα μπουζούκια. Ο ίδιος έχει πει ότι αν δεν ήταν οι φίλοι του να τον παροτρύνουν ώστε να πάρει μία τέτοια απόφαση δεν θα το τολμούσε ποτέ. Ακόμα, στα πρώτα του βήματα στα μπουζούκια που έγιναν σε μαγαζιά της Θεσσαλονίκης είχε την αμέριστη στήριξη των συμπατριωτών του στους οποίους ,όπως έχει δηλώσει χρωστάει πολλά για την καριέρα του.

Αργότερα κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία αλλά τελειώνοντάς την άρχισε να απογοητεύεται γιατί συναντούσε πολλές δυσκολίες ως νέος τραγουδιστής. Έτσι, έπιασε δουλειά ως ιδιωτικός υπάλληλος σε ένα κατάστημα πουλώντας θερμοσίφωνες. Ήταν πολύ καλός σ’ αυτό που έκανε. Όπως έχει πει ήταν πολύ ευχαριστημένος από την δουλειά αυτή και ο μισθός του ήταν καλός. Στη συνέχεια μάλιστα, αποφάσισε να ξεκινήσει και την δική του επιχείρηση ως υδραυλικός . Η οικονομική όμως αποτυχία του εγχειρήματός του στάθηκε μοιραία για την επιστροφή του στο χώρο του τραγουδιού.

Πήγαινε από το ένα νυχτερινό μαγαζί στο άλλο ζητώντας να τον ακούσουν και να τον προσλάβουν. Για καλή του τύχη βρέθηκε μπροστά σε έναν επιχειρηματία με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στο παρελθόν και έτσι ο Νίκος επέστρεψε στα μπουζούκια. Η τύχη επιτέλους του χαμογέλασε και η καριέρα του βήμα βήμα άρχισε να χτίζεται!

Το 1994 ξεκίνησε να τραγουδάει σε επαρχιακά μπουζούκια στην Καλαμάτα. Στην συνέχεια, τον βρίσκουμε στο νυχτερινό κέντρο «Ίμερος» στην Νέα Κηφησιά όπου συνεργάστηκε με τον Γιάννη Κατέβα παίρνοντας πολύ καλό μισθό. Σημαντικό σημείο στην αρχή της καριέρας του αποτελούν και οι εμφανίσεις του στα μπουζούκια «Σκορπιός» στην Θεσσαλονίκη. Εκεί συσπειρώθηκε το κοινό του από την συμπρωτεύουσα που τον αγάπησε για το ταλέντο του και καθιερώθηκε ως λαϊκή φωνή. Στη συνέχεια ήρθε στο δρόμο του η σπουδαία επί πίστας συνεργασίας του με τον Γιώργο Μαζωνάκη και την Άντζυ Σαμίου.

Τότε ήταν που κυκλοφόρησε και το πρώτο του CD ,το υπέγραφαν μεγάλα ονόματα όπως ο Γιώργος Θεοφάνους και η Εύη Δρούτσα. Από τον δίσκο ξεχώρισε το τραγούδι «Σαν τσιγάρο άφιλτρο στο στόμα μου» που έγινε μεγάλο hit και ο κόσμος το αγάπησε αμέσως. Μέχρι να κυκλοφορήσει η επόμενη δισκογραφική δουλειά του, ο Νίκος τραγουδούσε στην Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο CD του κυκλοφόρησε το 2000. Στο σημείο αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερμηνεία του Νίκου για το τραγούδι «Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Ενώ το συγκεκριμένο τραγούδι είχε γραφτεί για να περιληφθεί στον δεύτερο δίσκο του ,τελικά δεν μπόρεσε να το ηχογραφήσει και το CD κυκλοφόρησε χωρίς αυτό. Οι συντελεστές στη συνέχεια το παρουσίασαν στον Γιώργο Μαζωνάκη για να το πει ο ίδιος αλλά εκείνος αμέσως διέκρινε πόσο θα ταίριαζε στη φωνή του φίλου του, Νίκου Μακρόπουλου και ο ίδιος του συνέστησε να το τραγουδίσει. Ο Νίκος τελικά ηχογράφησε το τραγούδι και έγινε mega hit καθιερώνοντάς τον στη συνείδηση του κόσμου ως την μεγάλη λαϊκή φωνή.

Το 2005 ήταν η χρονιά που διέγραψε τεράστια επιτυχία στη νυχτερινή διασκέδαση.Οι αγαπητές από το κοινό δισκογραφικές του δουλειές συνεχίστηκαν και συνεργάστηκε με σπουδαίους δημιουργούς όπως Καπίρη, Θεοδώρου, Σπύρο Γιατρά, Αλέκο Χρυσοβέργη κ.ά.Ο Νίκος Μακρόπουλος διατηρεί μία ταπεινή και επιφυλακτική στάση απέναντι στα media και αποφεύγει να γίνονται γνωστά στοιχεία για την προσωπική του ζωή και τις σχέσεις του. Αγαπάει την θάλασσα, έχει λίγους και καλούς φίλους και έχει αδυναμία στο γιό του και στα δύο μικρότερα αδέρφια του. Όταν δε δουλεύει στα νυχτερινά κέντρα που τραγουδάει, τον ελεύθερο χρόνο του προσπαθεί να τον κατανέμει σωστά για να βλέπει όσο πιο πολύ μπορεί τα αγαπημένα του πρόσωπα και την πόλη του ,την Θεσσαλονίκη.